- σεμνολογῶ
- σεμνολογέωspeak solemnlypres subj act 1st sg (attic epic doric)σεμνολογέωspeak solemnlypres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεμνολογώ — σεμνολογῶ, έω, ΝΑ [σεμνολόγος] μιλώ με σεμνότητα, με ευγένεια αρχ. μέσ. σεμνολογοῡμαι, έομαι α) μιλώ σοβαρά β) μιλώ με βαρυσήμαντες φράσεις, με επίσημο ύφος («τοιαῡτα τοῡ Καλλικρατίδου... σεμνολογησαμένου», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
ασεμνολόγητος — ἀσεμνολόγητος, ον (Μ) [σεμνολογώ] αυτός που δεν έχει εγκωμιαστεί με επίσημο ύφος … Dictionary of Greek
σεμνολόγημα — ήματος, τὸ, Α [σεμνολογῶ] 1. υπερηφάνεια, καμάρι 2. καθετί για το οποίο μπορεί κανείς να καυχηθεί … Dictionary of Greek
σεμνομυθώ — έω, Α σεμνολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + μυθῶ (< μυθος < μῦθος), πρβλ. φιλο μυθῶ] … Dictionary of Greek